κύλα

κύλα
κύλα, ων, τά,
A the parts under the eyes, Hp.Nat.Mul.15; τὰ κ. τοῦ προσώπου ἐξερυθριᾷ ib.9, cf. Mul.1.37;

τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα Sor.1.44

, cf. Hsch., Phot.:—also [full] κυλάδες, αἱ, Eust.1951.18; [full] κυλίς, Poll.2.66; cf. κύλλαβοι, κύλλια,
2 sg., groove above upper eyelid, Ruf.Onom.21. (κῦλον Hdn.Gr.1.378;

κοῖλα Suid.

, freq. as v.l., cf. Sch.Theoc.1.38
; but κῠλ- in κυλοιδιάω.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κύλα — κύλα, τὰ (AM) βλ. κύλον …   Dictionary of Greek

  • κύλον — κύλον, τὸ (Α) 1. το κοίλο μέρος πάνω από το πάνω βλέφαρο 2. συν. στον πληθ. τὰ κύλα τα κοιλώματα κάτω από τα μάτια («τὰ κύλα τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα», Σωραν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει θ. κυ και συνδέεται με τον τ. κύαρ. Ο τ. απαντά σε κύρια ον.… …   Dictionary of Greek

  • υποκοιλίς — ίδος, ἡ, Α το κάτω βλέφαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κύλον / κύλα «το κοίλο μέρος πάνω από το πάνω βλέφαρο, τα κοιλώματα κάτω από τα μάτια» (για τη γρφ. τής λ. πρβλ. και τη γρφ. κοίλα τού τ. κύλα)] …   Dictionary of Greek

  • Row, Row, Row Your Boat — is an English nursery rhyme, and a popular children s song/proverb, often sung as a round. It can also be an action nursery rhyme where singers sit opposite one another and row forwards and backwards with joined hands. The tune is credited to… …   Wikipedia

  • Κυλλήνιος — Προσωνυμία του Ερμή, η οποία αναφέρεται και στον Όμηρο. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο Ερμής αποκλήθηκε έτσι επειδή γεννήθηκε στο όρος Κυλλήνη της Αρκαδίας ή επειδή η τροφός του ονομαζόταν Κυλλήνη. Μία άλλη εκδοχή παραδίδει ότι ο Ερμής ονομάστηκε έτσι… …   Dictionary of Greek

  • έλκηθρο — Μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιείται για την κίνηση πάνω στο χιόνι ή στον πάγο. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο ή από σίδερο και αποτελείται από δύο πατίνια ενωμένα με τραβέρσες, πάνω στις οποίες είναι τοποθετημένο ένα αμάξωμα ή ένα κάθισμα. Το έ.… …   Dictionary of Greek

  • ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …   Dictionary of Greek

  • αβροδίαιτα — ἁβροδίαιτα, η (Α) [ἁβροδίαιτος] η ζωή που κυλά μέσα στην πολυτέλεια και στις ανέσεις …   Dictionary of Greek

  • αμαξοκυλιστής — ἁμαξοκυλιστής, ο (Α) 1. αυτός που κυλά προς τα κάτω άμαξες, ο καταστροφέας αμαξών 2. (στον πληθ. ως κύριο όνομα) οἱ Ἁμαξοκυλισταί όνομα μεγαρικής οικογένειας.. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + *κυλιστὴς < κυλίνδω «κυλίω»] …   Dictionary of Greek

  • αμαρήιον ύδωρ — ἀμαρήιον ὕδωρ (Α) [ἀμάρα] το νερό τής αμάρας, νερό που κυλά μέσα από τον οχετό …   Dictionary of Greek

  • αμαριαίος — ἀμαριαῖος, α, ον (Α) [ἀμάρα] αυτός (το νερό) που κυλά μέσα από την αμάρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”